Αυτοδύναμος στα δανικά
Μετάφραση: αυτοδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvhjulpne, selvhjulpen, selvforsynende, selvbærende, selvtillid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοδύναμος
αυτοδύναμοσ english, αυτοδύναμος συνώνυμα, αυτοδύναμοσ πίνακασ, αυτοδύναμος λεξικό γλώσσας δανικά, αυτοδύναμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυτεξούσιος στα δανικά - ledig, gratis, frigive, befri, fri, fri vilje, frie vilje, ...
- αυτοβιογραφία στα δανικά - selvbiografi, selvbiografien, biografi, autobiografi
- αυτοκίνητο στα δανικά - bil, bilen, med bil, Søger
- αυτοκίνητος στα δανικά - selvstændig, selv, selvstændige, egen
Τυχαίες λέξεις
Αυτοδύναμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selvhjulpne, selvhjulpen, selvforsynende, selvbærende, selvtillid
Μεταφράσεις: selvhjulpne, selvhjulpen, selvforsynende, selvbærende, selvtillid