Αχρηστεύω στα δανικά
Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lamme, incapacitate, at lamme, uarbejdsdygtig, ukampdygtige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω
αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας δανικά, αχρηστεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αχνίζω στα δανικά - em, damp, syde, syden, sizzle, syder, sydende
- αχρείος στα δανικά - skurk, slyngel, slynglen, slubbert, kæltring
- αχτίδα στα δανικά - stråle, bjælke, aksel, skaft, akslen, skaftet, akselen
- αχυρώνας στα δανικά - lade, laden, ombyggede lade, stald, i ombyggede lade
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lamme, incapacitate, at lamme, uarbejdsdygtig, ukampdygtige
Μεταφράσεις: lamme, incapacitate, at lamme, uarbejdsdygtig, ukampdygtige