Αχρηστεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inabilitare, paralizzanti, incapacitare, fuori combattimento, incapacitate
Αχρηστεύω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αχρηστεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα ιταλικά - vapore, sfrigolio, sfrigolare, sizzle, friggere
  • αχρείος στα ιταλικά - mascalzone, farabutto, canaglia, furfante, scellerato
  • αχτίδα στα ιταλικά - trave, splendere, raggio, razza, irradiare, albero, pozzo, ...
  • αχυρώνας στα ιταλικά - granaio, fienile, stalla, rustico, barn
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inabilitare, paralizzanti, incapacitare, fuori combattimento, incapacitate