Αχρηστεύω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäävätä, vammautua, tehdä työkyvyttömäksi, lamauttamiseksi, lamauttamiseen, incapacitate, menetyksen
Αχρηστεύω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αχρηστεύω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα φινλανδικά - löyly, vesihöyry, höyry, huuru, hellepäivä, sizzle, sihistä, ...
  • αχρείος στα φινλανδικά - katala, roisto, lurjus, scoundrel, konna, rontti
  • αχτίδα στα φινλανδικά - säde, helottaa, hirsi, hohtaa, antennikeila, orsi, lähettää, ...
  • αχυρώνας στα φινλανδικά - lato, navetta, vilja-aitta, talli, heinälato, piharakennus, barn, ...
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: jäävätä, vammautua, tehdä työkyvyttömäksi, lamauttamiseksi, lamauttamiseen, incapacitate, menetyksen