Αχρηστεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbekwaam maken, te schakelen, onbekwaam, uit te schakelen, incapacitate
Αχρηστεύω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αχρηστεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα ολλανδικά - damp, wasem, stoom, sissen, gesis, Sizzle, Advertentiekaartje, ...
  • αχρείος στα ολλανδικά - schurk, ploert, boefje, boef, scoundrel
  • αχτίδα στα ολλανδικά - balk, straal, ribbe, onderlegger, spaak, schacht, as, ...
  • αχυρώνας στα ολλανδικά - loods, keet, schuur, barak, stal
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbekwaam maken, te schakelen, onbekwaam, uit te schakelen, incapacitate