Αχρηστεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
incapacitate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω
αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αχρηστεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αχνίζω στα ισλανδικά - gufa, Sizzle
- αχρείος στα ισλανδικά - mannfýla, scoundrel, mannfýla sú
- αχτίδα στα ισλανδικά - geisli, bol, skaftið, skafti, skaft, meginás
- αχυρώνας στα ισλανδικά - hlaða, hlöðu, Barn, fjárhús
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: incapacitate
Μεταφράσεις: incapacitate