Βίδα στα δανικά
Μετάφραση: βίδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrue, skruen, skruer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίδα
βίδα ηλικίασ 300 εκατομμυρίων ετών, βίδα αγγλικά, βίδα χαρτιά, βίδα ηλικίας 300 εκατ. χρόνων, βίδα στα αγγλικά, βίδα λεξικό γλώσσας δανικά, βίδα στα δανικά
Μεταφράσεις
- βία στα δανικά - tvinge, kraft, voldsomhed, styrke, vold, volden, af vold, ...
- βίαιος στα δανικά - voldsom, kraftig, voldelig, voldelige, voldsomme, voldeligt
- βίζα στα δανικά - visum, visa, visummet, visum til
- βίλα στα δανικά - villa, villaen, ferievilla, villaer, af Villa
Τυχαίες λέξεις
Βίδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skrue, skruen, skruer
Μεταφράσεις: skrue, skruen, skruer