Βίδα στα ολλανδικά
Μετάφραση: βίδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cipier, schroeven, naaien, schroef, bout, de schroef
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίδα
βίδα ηλικίασ 300 εκατομμυρίων ετών, βίδα αγγλικά, βίδα χαρτιά, βίδα ηλικίας 300 εκατ. χρόνων, βίδα στα αγγλικά, βίδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βίδα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βία στα ολλανδικά - kracht, douwen, sterkte, verplichten, trekken, aanduwen, macht, ...
- βίαιος στα ολλανδικά - hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige
- βίζα στα ολλανδικά - visum, Visa, een visum, visumplicht
- βίλα στα ολλανδικά - buitenverblijf, buiten, villa, villa in, huis
Τυχαίες λέξεις
Βίδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cipier, schroeven, naaien, schroef, bout, de schroef
Μεταφράσεις: cipier, schroeven, naaien, schroef, bout, de schroef