Βίδα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βίδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tela, parafuso, rosca, parafuso de, de parafuso, do parafuso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίδα
βίδα ηλικίασ 300 εκατομμυρίων ετών, βίδα αγγλικά, βίδα χαρτιά, βίδα ηλικίας 300 εκατ. χρόνων, βίδα στα αγγλικά, βίδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βίδα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βία στα πορτογαλικά - vigor, impelir, intensidade, ditar, empurrar, trespassar, poder, ...
- βίαιος στα πορτογαλικά - violento, violenta, violentos, violentas, violência
- βίζα στα πορτογαλικά - vírus, visto, Visa, vistos, de visto, visto de
- βίλα στα πορτογαλικά - vila, Villa, vivenda, moradia, de vivenda
Τυχαίες λέξεις
Βίδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tela, parafuso, rosca, parafuso de, de parafuso, do parafuso
Μεταφράσεις: tela, parafuso, rosca, parafuso de, de parafuso, do parafuso