Βίδα στα ουκρανικά
Μετάφραση: βίδα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вижимати, крутитися, вертіти, гвинт, винт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίδα
βίδα ηλικίασ 300 εκατομμυρίων ετών, βίδα αγγλικά, βίδα χαρτιά, βίδα ηλικίας 300 εκατ. χρόνων, βίδα στα αγγλικά, βίδα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βίδα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βία στα ουκρανικά - поліція, порушники, сила, примусити, насилувати, примушувати, насильство, ...
- βίαιος στα ουκρανικά - сили, підігрітий, нагрітий, гарячий, палкий, сильний, невеликий, ...
- βίζα στα ουκρανικά - партнер, віза, Виза
- βίλα στα ουκρανικά - ганьбити, вілла, Вилла
Τυχαίες λέξεις
Βίδα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вижимати, крутитися, вертіти, гвинт, винт
Μεταφράσεις: вижимати, крутитися, вертіти, гвинт, винт