Βλάπτω στα δανικά
Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskadige, skade, ondt, såre, såret, til skade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλάπτω
βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας δανικά, βλάπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- βλάβη στα δανικά - sår, beskadige, skade, skader, beskadigelse, tab, skaden
- βλάκας στα δανικά - kretiner, imbecil, idiot, fjols, æsel, narre, snyde, ...
- βλέμμα στα δανικά - betragte, blik, afvente, se, ser, kigge, at se, ...
- βλέπω στα δανικά - se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beskadige, skade, ondt, såre, såret, til skade
Μεταφράσεις: beskadige, skade, ondt, såre, såret, til skade