Βλάπτω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блага, сакавiк, боль
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλάπτω
βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βλάπτω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βλάβη στα λευκορωσικά - блага, пашкоджанне, пашкоджаньне
- βλάκας στα λευκορωσικά - асёл, дурань, дурак, дурны
- βλέμμα στα λευκορωσικά - чакаць, глядзець
- βλέπω στα λευκορωσικά - глядзець, бачыць, гадзiньнiк, ўбачыць
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: блага, сакавiк, боль
Μεταφράσεις: блага, сакавiк, боль