Βλήμα στα δανικά
Μετάφραση: βλήμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
raket, projektil, projektilet, projektilets, et projektil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλήμα
βλήμα ετυμολογία, τροχιοδεικτικό βλήμα, βλήμα cruise υψηλών επιδόσεων πέτυχε να κατασκευάσει η ελληνική βιομηχανία, βλήμα meteor, είσαι βλήμα, βλήμα λεξικό γλώσσας δανικά, βλήμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- βλέπω στα δανικά - se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser
- βλέψη στα δανικά - sigte, ærgerrighed, ambition, mål, hensigt, aspiration, ønske, ...
- βλαβερός στα δανικά - skadelig, sårende, smertefuld, såre, lidt ondt
- βλακείες στα δανικά - bullshit, lort, pis, noget pis, noget lort
Τυχαίες λέξεις
Βλήμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: raket, projektil, projektilet, projektilets, et projektil
Μεταφράσεις: raket, projektil, projektilet, projektilets, et projektil