Βλήμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: βλήμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проектується, снаряд, ядро
Βλήμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλήμα

βλήμα ετυμολογία, τροχιοδεικτικό βλήμα, βλήμα cruise υψηλών επιδόσεων πέτυχε να κατασκευάσει η ελληνική βιομηχανία, βλήμα meteor, είσαι βλήμα, βλήμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βλήμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βλέπω στα ουκρανικά - находити, єпархія, роздивлятись, марнотратний, знать, бачити, побачити
  • βλέψη στα ουκρανικά - ціль, прагнення, намагання, спрямовувати, мету, спрямувати, мета, ...
  • βλαβερός στα ουκρανικά - шкідливий, вредний, шкідливе, шкідлива, найшкідливіший
  • βλακείες στα ουκρανικά - нонсенс, безглуздя, нісенітниця, фігня, фигня
Τυχαίες λέξεις
Βλήμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: проектується, снаряд, ядро