Βλήμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: βλήμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajító, lövedék, lövedéket, lövedékek, lövedéknek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλήμα
βλήμα ετυμολογία, τροχιοδεικτικό βλήμα, βλήμα cruise υψηλών επιδόσεων πέτυχε να κατασκευάσει η ελληνική βιομηχανία, βλήμα meteor, είσαι βλήμα, βλήμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βλήμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βλέπω στα ουγγρικά - püspökség, virrasztás, lát, lásd, lásd a, látni
- βλέψη στα ουγγρικά - nagyravágyás, ambíció, becsvágyás, törekvés, aspirációs, aspiráció, Belégzési, ...
- βλαβερός στα ουγγρικά - bántó, fájdalmas, sértő, fájdalmasak
- βλακείες στα ουγγρικά - képtelenség, hülyeség, marhaság, baromság, lószar, szarság
Τυχαίες λέξεις
Βλήμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hajító, lövedék, lövedéket, lövedékek, lövedéknek
Μεταφράσεις: hajító, lövedék, lövedéket, lövedékek, lövedéknek