Βλήμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: βλήμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
projectiel, projectielen, projectile, een projectiel, het projectiel
Βλήμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλήμα

βλήμα ετυμολογία, τροχιοδεικτικό βλήμα, βλήμα cruise υψηλών επιδόσεων πέτυχε να κατασκευάσει η ελληνική βιομηχανία, βλήμα meteor, είσαι βλήμα, βλήμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βλήμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βλέπω στα ολλανδικά - toezien, exploreren, gadeslaan, afgaan, bekijken, aantreffen, schouwen, ...
  • βλέψη στα ολλανδικά - mikken, bedoeling, strekking, streven, doelstelling, objectief, mikpunt, ...
  • βλαβερός στα ολλανδικά - schadelijk, nadelig, kwetsende, kwetsend, pijnlijk
  • βλακείες στα ολλανδικά - absurditeit, nonsens, gekheid, onzinnigheid, zever, bullshit, onzin, ...
Τυχαίες λέξεις
Βλήμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: projectiel, projectielen, projectile, een projectiel, het projectiel