Βλήμα στα εσθονικά

Μετάφραση: βλήμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mürsk, mürsu, lendkehi, lendkeha, lendkehast
Βλήμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλήμα

βλήμα ετυμολογία, τροχιοδεικτικό βλήμα, βλήμα cruise υψηλών επιδόσεων πέτυχε να κατασκευάσει η ελληνική βιομηχανία, βλήμα meteor, είσαι βλήμα, βλήμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, βλήμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βλέπω στα εσθονικά - nägema, logard, pillaja, vt, näha, vaata, vaadake
  • βλέψη στα εσθονικά - ambitsioon, pürgimus, eesmärk, püüd, sihtima, siht, aspiratsioon, ...
  • βλαβερός στα εσθονικά - kahjulik, haavav, kahjulikesse, valus, solvavaid, kedagi kahjustada
  • βλακείες στα εσθονικά - jamps, lollus, jama, jura, pask
Τυχαίες λέξεις
Βλήμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mürsk, mürsu, lendkehi, lendkeha, lendkehast