Βολικός στα δανικά
Μετάφραση: βολικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bekvem, passende, hyggelig, praktisk, bekvemt, bekvemme, belejligt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βολικός
βολικός πάτρα, βολικός διονύσης, βολικός συνώνυμο, βολικός συνώνυμα, βολικός λεξικό γλώσσας δανικά, βολικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βολβός στα δανικά - pære, pæren, bulb, lyskilde, pære i
- βολεύω στα δανικά - dragt, klare sig, klare over, at klare sig, at klare over
- βομβαρδίζω στα δανικά - bombardere, bombarderer, at bombardere, beskyde, bombardement
- βομβαρδισμός στα δανικά - bombardement, bombardementet, bombardementer, bombardment
Τυχαίες λέξεις
Βολικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bekvem, passende, hyggelig, praktisk, bekvemt, bekvemme, belejligt
Μεταφράσεις: bekvem, passende, hyggelig, praktisk, bekvemt, bekvemme, belejligt