Βουλιμία στα δανικά
Μετάφραση: βουλιμία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
griskhed, grådighed, Bulimi, bulimia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιμία
βουλιμία τεστ, βουλιμία ετυμολογία, βουλιμία συνώνυμο, βουλιμία τι είναι, βουλιμία ξανακερδίστε τον έλεγχο, βουλιμία λεξικό γλώσσας δανικά, βουλιμία στα δανικά
Μεταφράσεις
- βουλή στα δανικά - parlament, hus, House, huset, Parlamentet, feriehus
- βουλιάζω στα δανικά - vask, håndvask, sink, vasken, sinken
- βουλώνω στα δανικά - caulk, fugemasse, kalfatring, tætningsmasse, CALC
- βουνό στα δανικά - bjerg, Mountain, bjerget, bjergene, bjerge
Τυχαίες λέξεις
Βουλιμία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: griskhed, grådighed, Bulimi, bulimia
Μεταφράσεις: griskhed, grådighed, Bulimi, bulimia