Βουλιμία στα ουκρανικά
Μετάφραση: βουλιμία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жадібність, булімія, булимия
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιμία
βουλιμία τεστ, βουλιμία ετυμολογία, βουλιμία συνώνυμο, βουλιμία τι είναι, βουλιμία ξανακερδίστε τον έλεγχο, βουλιμία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βουλιμία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βουλή στα ουκρανικά - парламент, будинок, дім, дом, додому, будинку
- βουλιάζω στα ουκρανικά - осідання, прогинатися, прогнутися, осідати, раковина, мушля, умивальник
- βουλώνω στα ουκρανικά - пута, засмічення, конопатіть, конопатити, веснянкуватий
- βουνό στα ουκρανικά - вали, пагорб, підійматися, підійматись, заїзд, сходження, гора
Τυχαίες λέξεις
Βουλιμία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жадібність, булімія, булимия
Μεταφράσεις: жадібність, булімія, булимия