Γονατίζω στα δανικά
Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knæle, knæler, knæle ned, knæ, kneel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γονατίζω
γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας δανικά, γονατίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γοητεύω στα δανικά - ynde, tryllebinde, hypnotisere, mesmerize, at tryllebinde, hypnotisere en
- γονίδιο στα δανικά - gen, genet
- γονιμοποιώ στα δανικά - Milt, sæd, maelke, Milts, af Milt
- γονιμότητα στα δανικά - frugtbarhed, fertilitet, fertiliteten, forplantningsevnen, forplantningsevne
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knæle, knæler, knæle ned, knæ, kneel
Μεταφράσεις: knæle, knæler, knæle ned, knæ, kneel