Γονατίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knäböja, knäböjer, knäfalla, på knä, knäfaller
Γονατίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονατίζω

γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, γονατίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • γοητεύω στα σουηδικά - charm, tjusa, tjusning, fascinera, trolldom, mesmerize, trollbinda, ...
  • γονίδιο στα σουηδικά - gen, genen
  • γονιμοποιώ στα σουηδικά - Milt, mjölke
  • γονιμότητα στα σουηδικά - fertilitet, fertiliteten, fertilitets, bördighet, fruktsamhet
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: knäböja, knäböjer, knäfalla, på knä, knäfaller