Γονατίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
станавіцца, становіцца, рабіцца
Γονατίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονατίζω

γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, γονατίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • γοητεύω στα λευκορωσικά - гіпнатызавалі
  • γονίδιο στα λευκορωσικά - ген, генеральны
  • γονιμοποιώ στα λευκορωσικά - малокі
  • γονιμότητα στα λευκορωσικά - урадлівасць, ўрадлівасць, пладароддзе
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: станавіцца, становіцца, рабіцца