Γονατίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klękać, klęczeć, uklęknąć, kneel, klękają
Γονατίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονατίζω

γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, γονατίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • γοητεύω στα πολωνικά - talizman, czarować, frapować, maskota, urok, urzeczenie, powab, ...
  • γονίδιο στα πολωνικά - gen, genu, genów, genowej, genem
  • γονιμοποιώ στα πολωνικά - użyźniać, śledziona, MILT, mlecz, śledzionę, mlecza
  • γονιμότητα στα πολωνικά - plenność, żyzność, urodzajność, płodność, płodności
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: klękać, klęczeć, uklęknąć, kneel, klękają