Γονατίζω στα ρωσικά

Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
становиться на колени, стоять на коленях, колени, на колени, коленях
Γονατίζω στα ρωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονατίζω

γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, γονατίζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γοητεύω στα ρωσικά - обворожительность, очаровывать, чаровать, зачаровать, чары, прельщать, очаровать, ...
  • γονίδιο στα ρωσικά - ген, гена, генов, геном
  • γονιμοποιώ στα ρωσικά - молоки, Милт, молок, Milt, Милта
  • γονιμότητα στα ρωσικά - благосостояние, плодовитость, плодородие, довольство, рождаемость, изобилие, богатство, ...
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: становиться на колени, стоять на коленях, колени, на колени, коленях