Γονατίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: γονατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
knéfalla, kneel, krjúpa, beygjum kné vor, að krjúpa
Γονατίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονατίζω

γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γονατίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γοητεύω στα ισλανδικά - seiða, heilla, mesmerize
  • γονίδιο στα ισλανδικά - gen, genið, geni, gena, geninu
  • γονιμοποιώ στα ισλανδικά - Milt
  • γονιμότητα στα ισλανδικά - frjósemi, á frjósemi, frjósemi hjá
Τυχαίες λέξεις
Γονατίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: knéfalla, kneel, krjúpa, beygjum kné vor, að krjúpa