Δημεύω στα δανικά
Μετάφραση: δημεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konfiskere, konfiskation, beslaglægge, at konfiskere, konfiskerer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δημεύω
δημεύω λεξικό γλώσσας δανικά, δημεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- δηλητηριώδης στα δανικά - giftig, giftige, giftigt, gift
- δηλώνω στα δανικά - erklære, erklærer, fastslås
- δημητριακά στα δανικά - korn, kom, af korn, kornarter
- δημητριακό στα δανικά - korn, korn-, fra korn-, kornart, af korn
Τυχαίες λέξεις
Δημεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konfiskere, konfiskation, beslaglægge, at konfiskere, konfiskerer
Μεταφράσεις: konfiskere, konfiskation, beslaglægge, at konfiskere, konfiskerer