Δημεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: δημεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конфискуваат, конфискува, се конфискува, ја одземе, ги одземе
Δημεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δημεύω

δημεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δημεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • δηλητηριώδης στα σλαβομακεδονικά - отровна, отровни, отровните, отровен, отровниот
  • δηλώνω στα σλαβομακεδονικά - декларираат, се изјасни, прогласи, пријават, да изјави
  • δημητριακά στα σλαβομακεδονικά - житни култури, житарици, жита, житарки, житни
  • δημητριακό στα σλαβομακεδονικά - жито, житни, житни култури, житарици, житните
Τυχαίες λέξεις
Δημεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: конфискуваат, конфискува, се конфискува, ја одземе, ги одземе