Δημεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: δημεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konfiskeerima, konfiskeerida, konfiskeerib, konfiskeerimiseks, konfiskeerimist
Δημεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δημεύω

δημεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δημεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δηλητηριώδης στα εσθονικά - mürgine, mürgised, mürgiseid, mürgiste, mürgist
  • δηλώνω στα εσθονικά - kuulutama, deklareerima, kuulutada, tunnistada, deklareerida
  • δημητριακά στα εσθονικά - punane, pügama, toim, teravilja, teravili, teraviljaturu, teraviljade, ...
  • δημητριακό στα εσθονικά - puder, helbed, teravili, teravilja, teraviljaseemne, teraviljasaaduste, teravilja-
Τυχαίες λέξεις
Δημεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: konfiskeerima, konfiskeerida, konfiskeerib, konfiskeerimiseks, konfiskeerimist