Δημεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: δημεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upptæk, gera upptæk, hald, lagt hald, lagt hald á
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δημεύω
δημεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δημεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δηλητηριώδης στα ισλανδικά - eitraður, eitruð, eitrað, eitraðar, eitraða
- δηλώνω στα ισλανδικά - lýsa, lýsa því yfir, lýsa yfir, lýsa því, að lýsa
- δημητριακά στα ισλανδικά - korn, morgunkorn, korni, kornvörur, kornvörum
- δημητριακό στα ισλανδικά - korn, morgunkorn, kornstrá, með korn, matvæli með korn
Τυχαίες λέξεις
Δημεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: upptæk, gera upptæk, hald, lagt hald, lagt hald á
Μεταφράσεις: upptæk, gera upptæk, hald, lagt hald, lagt hald á