Δημεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: δημεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфіскувати, конфісковувати
Δημεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δημεύω

δημεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δημεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δηλητηριώδης στα ουκρανικά - отруєння, псування, розбещення, отруйний, отрутний
  • δηλώνω στα ουκρανικά - заявляти, повідомляти, висловіться, називати, оголошувати, оголошуватиме, оголошуватимуть
  • δημητριακά στα ουκρανικά - хліб, кристалізуватися, гран, збіжжя, зерно, злаки
  • δημητριακό στα ουκρανικά - хлібний, злак, зерновий, зернової, зерновій, зерновою, зернового
Τυχαίες λέξεις
Δημεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: конфіскувати, конфісковувати