Διερεύνηση στα δανικά
Μετάφραση: διερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøgelse, undersøgelsen, undersøgelsesperioden, efterforskning, undersøgelsesprocedure
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερεύνηση
διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση λεξικό γλώσσας δανικά, διερεύνηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- διεξοδικός στα δανικά - udtømmende, udtoemmende, er udtømmende, omfattende
- διεργασία στα δανικά - eksamen, prøve, undersøgelse, proces, processen, fremgangsmåde
- διερμηνέας στα δανικά - fortolker, tolk, tolken, fortolkeren
- διερωτώμαι στα δανικά - vidunder, spekulerer, spekulerer på, undre, undre sig
Τυχαίες λέξεις
Διερεύνηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undersøgelse, undersøgelsen, undersøgelsesperioden, efterforskning, undersøgelsesprocedure
Μεταφράσεις: undersøgelse, undersøgelsen, undersøgelsesperioden, efterforskning, undersøgelsesprocedure