Διερεύνηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дослідження, вивчення
Διερεύνηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διερεύνηση

διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διερεύνηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διεξοδικός στα ουκρανικά - широкий, великий, виділений, просторий, докладний, обширний, детальний, ...
  • διεργασία στα ουκρανικά - обстеження, експертиза, екзамен, вивчення, огляд, процес, процесу
  • διερμηνέας στα ουκρανικά - інтерпретований, перекладач, переводчик
  • διερωτώμαι στα ουκρανικά - вона, переможений, дивуватися, удивляются, дивуватися з, дивуватись
Τυχαίες λέξεις
Διερεύνηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дослідження, вивчення