Διερεύνηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
investigar, exame, teste, investigação, prova, inquérito, de inquérito, de investigação, investigações
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερεύνηση
διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διερεύνηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διεξοδικός στα πορτογαλικά - lauto, espaçoso, copioso, extensão, basto, abundante, extensivo, ...
- διεργασία στα πορτογαλικά - teste, examinação, prova, levantar, exame, processo, processo de, ...
- διερμηνέας στα πορτογαλικά - intérprete, interpretador, interpretador de, intérprete de, interprete
- διερωτώμαι στα πορτογαλικά - maravilha, pergunto, perguntar, me pergunto, de saber
Τυχαίες λέξεις
Διερεύνηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: investigar, exame, teste, investigação, prova, inquérito, de inquérito, de investigação, investigações
Μεταφράσεις: investigar, exame, teste, investigação, prova, inquérito, de inquérito, de investigação, investigações