Διερεύνηση στα εσθονικά
Μετάφραση: διερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juurdlus, uurimine, uurimise, uurimist, uurimises, uurimise käigus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερεύνηση
διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διερεύνηση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διεξοδικός στα εσθονικά - ulatuslik, laialdane, ekstensiivne, põhjalik, ammendav, täielik, ammendavat, ...
- διεργασία στα εσθονικά - eksam, uurimine, küsitlemine, protsess, protsessi, protsessis, käigus
- διερμηνέας στα εσθονικά - sünkroontõlk, interpretaator, tõlk, tõlgi, tõlki, tõlgendaja
- διερωτώμαι στα εσθονικά - ime, imestama, tea, ei tea
Τυχαίες λέξεις
Διερεύνηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: juurdlus, uurimine, uurimise, uurimist, uurimises, uurimise käigus
Μεταφράσεις: juurdlus, uurimine, uurimise, uurimist, uurimises, uurimise käigus