Δρομολόγιο στα δανικά
Μετάφραση: δρομολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο
δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο λεξικό γλώσσας δανικά, δρομολόγιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- δρομάκι στα δανικά - stræde, bane, gyde, alley, gyden
- δρομέας στα δανικά - runner, løber, løberen
- δροσερός στα δανικά - frisk, sund, kølig, fræk, køligt, kølige, koldt, ...
- δροσιστικός στα δανικά - forfriskende, opfriskende, frisk
Τυχαίες λέξεις
Δρομολόγιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning
Μεταφράσεις: rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning