Δρομολόγιο στα τούρκικα

Μετάφραση: δρομολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yol, güzergah, itinerary, güzergahı, yol rehberimizi
Δρομολόγιο στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο

δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δρομολόγιο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δρομάκι στα τούρκικα - geçit, Alley, sokak, salonu, salonuna
  • δρομέας στα τούρκικα - koşucu, runner, koşucusu, atlet, yolluk
  • δροσερός στα τούρκικα - küstah, taze, serinletmek, yüzsüz, yeni, serin, soğutmak, ...
  • δροσιστικός στα τούρκικα - ferahlatıcı, serinletici, canlandırıcı, serinletici bir, ferahlatıcı bir
Τυχαίες λέξεις
Δρομολόγιο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yol, güzergah, itinerary, güzergahı, yol rehberimizi