Δρομολόγιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: δρομολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο
δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δρομολόγιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δρομάκι στα ολλανδικά - steeg, laan, steegje, alley, boules baan
- δρομέας στα ολλανδικά - hardloper, loper, runner, agent, loopster
- δροσερός στα ολλανδικά - onbeschaamd, luchtig, vrijpostig, brutaal, bekoelen, afkoelen, groen, ...
- δροσιστικός στα ολλανδικά - verfrissend, verfrissende, frisse, refreshing, fris
Τυχαίες λέξεις
Δρομολόγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in
Μεταφράσεις: reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in