Δρομολόγιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: δρομολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маршрут
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο
δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δρομολόγιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δρομάκι στα ουκρανικά - прибій, алея, аллея, алею
- δρομέας στα ουκρανικά - інкасатор, ротор, кур'єр, вус, рисак, полоз, бігун
- δροσερός στα ουκρανικά - охолодити, прохолодний, холодна, прісний, новий, холодне, свіжий, ...
- δροσιστικός στα ουκρανικά - охолодження, охолоджування, освіжаючий, освіжає, освіжаю
Τυχαίες λέξεις
Δρομολόγιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: маршрут
Μεταφράσεις: маршрут