Δρομολόγιο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δρομολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο
δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δρομολόγιο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δρομάκι στα πορτογαλικά - pista, paisagem, beco, ruela, aléia, alley
- δρομέας στα πορτογαλικά - corredor, atropelar, boy, corredor de, vice, boy da
- δροσερός στα πορτογαλικά - recente, fresco, frequentemente, arrefecer, novo, legal, fresca, ...
- δροσιστικός στα πορτογαλικά - refrescante, refrescar, refrescamento, refrescando, de refrescamento
Τυχαίες λέξεις
Δρομολόγιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary
Μεταφράσεις: itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary