Δυσφημώ στα δανικά
Μετάφραση: δυσφημώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bagtale, sølet, trække i sølet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσφημώ
δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ λεξικό γλώσσας δανικά, δυσφημώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- δυσφήμιση στα δανικά - detraction, trækker fra
- δυσφημιστικός στα δανικά - injurierende, ærekrænkende, æreskrænkende, skødesløs, krænkende
- δυσφορία στα δανικά - ubehag, gener, ubehaget, ubehag i
- δυσχέρεια στα δανικά - vanskelighed, vanskeligheder, svært, vanskeligt, svært ved
Τυχαίες λέξεις
Δυσφημώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bagtale, sølet, trække i sølet
Μεταφράσεις: bagtale, sølet, trække i sølet