Δυσφημώ στα τούρκικα

Μετάφραση: δυσφημώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çamur atmak, iftira, iftira etmek
Δυσφημώ στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσφημώ

δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, δυσφημώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δυσφήμιση στα τούρκικα - çekiştirme, detraction, detraction olan, kötüleme, bir çekiştirme
  • δυσφημιστικός στα τούρκικα - iftira niteliğinde, iftira, iftira içeren, hakaret içeren, iftira edici
  • δυσφορία στα τούρκικα - memnuniyetsizlik, hoşnutsuzluk, rahatsızlık, rahatsızlığı, rahatsızlık hissi, huzursuzluk, bir rahatsızlık
  • δυσχέρεια στα τούρκικα - zorluk, güçlük, zorluğu, güçlüğü, zorluk seviyesi
Τυχαίες λέξεις
Δυσφημώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çamur atmak, iftira, iftira etmek