Δυσφημώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δυσφημώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паклёпнічаць, узводзіць паклёп, ўзводзіць паклёп
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσφημώ
δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυσφημώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δυσφήμιση στα λευκορωσικά - прыніжэнне
- δυσφημιστικός στα λευκορωσικά - паклёпніцкі
- δυσφορία στα λευκορωσικά - дыскамфорт
- δυσχέρεια στα λευκορωσικά - цяжкасць, цяжкасьць, складанасць
Τυχαίες λέξεις
Δυσφημώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: паклёпнічаць, узводзіць паклёп, ўзводзіць паклёп
Μεταφράσεις: паклёпнічаць, узводзіць паклёп, ўзводзіць паклёп