Δυσφημώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: δυσφημώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apkalbinėti, apkalbėti, Oczerniać, Zniesławiać, apšmeižti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσφημώ
δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δυσφημώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δυσφήμιση στα λιθουανικά - niekinimas, Mažinimas, Sumažėjimas, Atėmimas, Neslavas kėlimas
- δυσφημιστικός στα λιθουανικά - šmeižikiškas, šmeižikiška, šmeižikiški, melagingi, šmeižiančią
- δυσφορία στα λιθουανικά - diskomfortas, nemalonus pojūtis, diskomfortą, nepatogumų, diskomforto
- δυσχέρεια στα λιθουανικά - kliūtis, sunkumas, Sunkumo, Sunkumo lygis, sunku, sunkumų
Τυχαίες λέξεις
Δυσφημώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apkalbinėti, apkalbėti, Oczerniać, Zniesławiać, apšmeižti
Μεταφράσεις: apkalbinėti, apkalbėti, Oczerniać, Zniesławiać, apšmeižti