Εγκαλώ στα δανικά

Μετάφραση: εγκαλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indklage
Εγκαλώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαλώ

εγκαλώ παραγωγα, εγκαλώ τι σημαινει, εγκαλώ σημασια, εγκαλώ ετυμολογία, εγκαλώ συνώνυμα, εγκαλώ λεξικό γλώσσας δανικά, εγκαλώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθιστώ στα δανικά - installere, installerer, installeres, at installere, installation
  • εγκαινιάζω στα δανικά - åbne, indvie, indlede, indvier, at indvie, indvielsen
  • εγκαρτέρηση στα δανικά - udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
  • εγκατάλειψη στα δανικά - opgivelse, nedlæggelse, opgives, henkastning, ophør
Τυχαίες λέξεις
Εγκαλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indklage