Εγκαλώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εγκαλώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вінаваціць, абвінавачваць
Εγκαλώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαλώ

εγκαλώ παραγωγα, εγκαλώ τι σημαινει, εγκαλώ σημασια, εγκαλώ ετυμολογία, εγκαλώ συνώνυμα, εγκαλώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εγκαλώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθιστώ στα λευκορωσικά - ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць
  • εγκαινιάζω στα λευκορωσικά - адчыняць, адкрыты, адкрываць
  • εγκαρτέρηση στα λευκορωσικά - настойлівасць, настойлівасьць
  • εγκατάλειψη στα λευκορωσικά - адмова, адмову, адмаўленне
Τυχαίες λέξεις
Εγκαλώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вінаваціць, абвінавачваць