Εγκαλώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκαλώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαλώ
εγκαλώ παραγωγα, εγκαλώ τι σημαινει, εγκαλώ σημασια, εγκαλώ ετυμολογία, εγκαλώ συνώνυμα, εγκαλώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκαλώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκαθιστώ στα λιθουανικά - įrengti, įdiegti, diegti, įdiekite
- εγκαινιάζω στα λιθουανικά - atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai
- εγκαρτέρηση στα λιθουανικά - atkaklumas, atkaklumo, atkaklumą, ištvermės, ištvermingumas
- εγκατάλειψη στα λιθουανικά - atsisakymas, apleidimas, nutraukimas, atsisakymą, atsisakius
Τυχαίες λέξεις
Εγκαλώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
Μεταφράσεις: patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti