Εγκαλώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: εγκαλώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arraign
Εγκαλώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαλώ

εγκαλώ παραγωγα, εγκαλώ τι σημαινει, εγκαλώ σημασια, εγκαλώ ετυμολογία, εγκαλώ συνώνυμα, εγκαλώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγκαλώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθιστώ στα ισλανδικά - setja, setja upp, setja í embætti, sett, að setja
  • εγκαινιάζω στα ισλανδικά - opinn, opna, inaugurate, vígja, að vígja
  • εγκαρτέρηση στα ισλανδικά - þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu
  • εγκατάλειψη στα ισλανδικά - brottflutning, brottflutning úr sveitum, frávísun
Τυχαίες λέξεις
Εγκαλώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: arraign