Εκκαθαρίζω στα δανικά

Μετάφραση: εκκαθαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfine, Definer, raffinere, indsnævre, finpudse
Εκκαθαρίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκαθαρίζω

εκκαθαρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εκκαθαρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκκένωση στα δανικά - udledning, decharge, udledningen, afladning, udtømning
  • εκκαθάριση στα δανικά - likvidation, afvikling, afviklingen, konkurs, likvidationen
  • εκκαθαριστής στα δανικά - likvidator, kurator, likvidatoren, kuratoren
  • εκκεντρικός στα δανικά - mærkelig, cranky, sur, sær
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθαρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forfine, Definer, raffinere, indsnævre, finpudse