Εκκαθαρίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκκαθαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tobulinti, patobulinti, patikslinti, ištobulinti, patikslina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκαθαρίζω
εκκαθαρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκκαθαρίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκκένωση στα λιθουανικά - išmetimas, iškrovimas, išleisti, biudžeto įvykdymo patvirtinimo, išlydžio
- εκκαθάριση στα λιθουανικά - likvidacija, likvidavimo, likvidavimas, likvidavimą, likviduoti
- εκκαθαριστής στα λιθουανικά - likvidatorius, likvidatoriui, likvidatoriaus, likvidatorių, liquidator
- εκκεντρικός στα λιθουανικά - keistas, ekscentriškas, kaprizingas, Chorowity, išklibęs, Izļodzījies
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθαρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tobulinti, patobulinti, patikslinti, ištobulinti, patikslina
Μεταφράσεις: tobulinti, patobulinti, patikslinti, ištobulinti, patikslina